- χρησιμοθηρικός
- -ή, -ό, Ν [χρησιμοθήρας]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρησιμοθηρία και στον χρησιμοθήρα.επίρρ...χρησιμοθηρικώς και χρησιμοθηρικά Νμε χρησιμοθηρικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρησιμοθηρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρησιμοθηρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησιμοκρατικός — ή, ό, Ν [χρησιμοκρατία] ο σχετικός με την χρησιμοκρατία, χρησιμοθηρικός … Dictionary of Greek
χρησιμοκρατικός — ή, ό βλ. χρησιμοθηρικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)